Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(τῶν μελιττῶν

См. также в других словарях:

  • νομή — (Νομ.). Η κατοχή (φυσική εξουσίαση) του πράγματος όταν συντρέχει με τη θέληση του εξουσιάζοντος να έχει το πράγμα αυτό δικό του. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι απαραίτητες και αποτελούν το σωματικό (corpus) και το πνευματικό (animus) στοιχείο… …   Dictionary of Greek

  • бъчельныи — (3*) пр. к бъчела в 1 знач.: Грамотоу бо Финикѩне ѡбрѣтоу, ||=творечьскоѥ же ироиское ѡмиръ... риторикию же Каракъсъ Сиракоусѩнинъ, и бчелныи плодъ Аристѣи, пшеничноѥ же сѣмѩ Триптолѣмъ (μελισσῶν) ГА XIII XIV, 40в г; не праздьноу ни же бездѣлноу …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • θνήσκω — (ΑΜ θνῄσκω και θνήσκω, Α και [απο]θνήσκω και επιγρ. θνείσκω, αιολ. τ. θναίσκω, δωρ. τ. θνασκω) 1. αποθνήσκω, πεθαίνω, αποβιώνω, εκπνέω, παύω να είμαι στη ζωή από φυσικό ή βίαιο θάνατο 2. (η μτχ. αορ. β ως επίθ.) θανών, ούσα, όν ο νεκρός, ο… …   Dictionary of Greek

  • Λυγκηστίς — Ιστορική γεωγραφική περιοχής της Μακεδονίας κατά την αρχαιότητα, μεταξύ Πελαγονίας και Ελυμιώτιδας. Στη ρωμαϊκή εποχή αποτελούσε μέρος του τέταρτου τμήματος της Μακεδονίας. Οι πιο γνωστές πόλεις της Λ. ήταν η Άθακος, η Βρυγιάς, η Μελιττών και η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»